ὕψιστος
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
η, ον, Sup. without any Posit. in use: (ὕψι, ὑψοῦ):—
A highest, loftiest, of places, A.Pr.720, A.R.2.1026, etc.; ἐν τοῖς ὑ., i.e. in heaven above, Ev.Matt. 21.9, Ev.Luc.2.14.
2 of Zeus, highest, Pi.N.1.60, 11.2, A.Eu.28; Ζηνὸς ὕψιστον σέβας S.Ph.1289: one of the gates of Thebes was called Ὕψισται from his temple there, Paus.9.8.5: of Jahweh. ὁ θεὸς ὁ ὕ. LXX Ge.14.18, cf. De.32.8, OGI 96.7 (Egypt, ii B. C.), SIG1181 (Rhenea, ii B. C.), etc.
3 of things, στέφανος, κέρδος, Pi.P.1.100, I.1.51; κακῶν ὕψιστα A.Pers. 331,807; ὕ. ἐν βροτοῖς φόβος Id.Supp.479.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
très haut, très élevé ; fig. ὕψιστος Ζεύς Zeus, le dieu suprême ; κακῶν ὕψιστα ESCHL les plus grands des maux.
Étymologie: ὕψι.
German (Pape)
superl. vom adv. ὕψι, höchster; τὸν Οἴτης Ζηὸς ὕψιστον πάγον Soph. Trach. 1181; Ζεύς Pind. N. 11.2, wie Aesch. Eum. 28; vgl. Soph. Phil. 1273; κέρδος Pind. I. 1.51; στέφανος P. 1.100; äußerster, κακῶν ὕψιστα δὴ κλύω τάδε Aesch. Pers. 323, vgl. 793.
Russian (Dvoretsky)
ὕψιστος: [superl. к ὑψηλός
1 высочайший (Ζεύς Pind., Aesch., Soph.; Ζηνὸς πάγος Soph.);
2 высший, лучший (κέρδος, στέφανος Pind.);
3 крайний, худший (κακά Aesch.): ὕ. ἐν βροτοῖς φόβος Aesch. величайший для смертных ужас;
4 (все)вышний: ἐν τοῖς ὑψίστοις NT в вышних, в небесах.
Greek (Liddell-Scott)
ὕψιστος: -η, -ον, ὑπερθ. ἄνευ θετικοῦ ἐν χρήσει· (ὕψι, ὑψοῦ)· ὑψηλότατος, ἐπὶ τόπων, Καύκασον… ὁρῶν ὕψιστον Αἰσχύλ. Πρ. 720· τὸν Οἴτης Ζηνὸς ὕψιστον πάγον Σοφ. Τρ. 1191, κλπ.· ἐν τοῖς ὑψίστοις, δηλ. ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 9, κ. Λουκ. β΄, 24. 2) ἐπὶ τοῦ Διός, ὁ ἀνώτατος πάντων, ὑπέρτατος, Ζεὺς Πινδ. Ν. 1. 90, 11. 2, Αἰσχύλ. Εὐμ. 28· Ζηνὸς ὕψιστον σέβας Σοφ. Φιλ. 1289· ― μία τῶν πυλῶν τῶν Θηβῶν ἐκαλεῖτο πύλαι Ὕψισται ὡς ἐκ τοῦ παρ’ αὐταῖς ναοῦ τοῦ ὑψίστου Διός, Παυσ. 9. 8, 5. 3) ἐπὶ πραγμάτων, στέφανος, κέρδος Πινδ. Π. 1 ἐν τέλει, Ι. 1. 74· κακῶν ὕψιστα Αἰσχύλ. 331, 807· ὕψ. ἐν βροτοῖς φόβος ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 479.
Spanish
English (Strong)
superlative from the base of ὕψος; highest, i.e. (masculine singular) the Supreme (God), or (neuter plural) the heavens: most high, highest.
English (Thayer)
ὑψιστη, ὕψιστον (superlative; from ὕψι on high), in Greek writings mostly poetic, highest, most high;
a. of place: neuter τά ὑψιστα (the Sept. for מְרומִים), the highest regions, i. e. heaven (see ὑψηλός, a.), ὁ Θεός ὁ ὕψιστος, the most high God, Philo de leg. ad Gaium § 23); and simply ὁ ὕψιστος, the Most High, Buttmann, § 124,8b. note; (WH. Introductory § 416)), אֶלְיון, עֶלְיון אֵל, עֶלְיון אֱלֹהִים, עֶליון יְהוָה; Ζεύς ὕψιστος, Pindar Nem. 1,90; 11,2; Aeschylus Eum. 28).
Greek Monotonic
ὕψιστος: -η, -ον (ὕψι), υπερθ. χωρίς θετ. βαθμό σε χρήση, μέγιστος, υψηλότατος, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· ἐν τοῖς ὑψίστοις, δηλ. στον ουρανό επάνω, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ὕψιστος, η, ον [Sup. without any Posit. in use] [ὕψι]
highest, loftiest, Aesch., Soph., etc.; ἐν τοῖς ὑψίστοις, i. e. in heaven above, NTest.
Chinese
原文音譯:Ûyistoj 虛普西士拖士
詞類次數:形容詞(13)
原文字根:(至)高的 相當於: (עֶלְיׄון)
字義溯源:至高的,至高處,至高,至高者,至高者的;源自(ὕψος)=高超),而 (ὕψος)出自(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)。這編號有二種用法:
1)至高之處,指高天,神的居處
2)至高者,神的名宇
出現次數:總共(13);太(1);可(2);路(7);徒(2);來(1)
譯字彙編:
1) 至高者的(4) 路1:32; 路1:35; 路1:76; 路6:35;
2) 至高(4) 可5:7; 路8:28; 徒16:17; 來7:1;
3) 至高處(3) 太21:9; 路2:14; 路19:38;
4) 至高者(1) 徒7:48;
5) 至高處!(1) 可11:10
English (Woodhouse)
supreme, utmost, as epithet of Zeus
Léxico de magia
-ον altísimo, supremo de divinidades διατήρησόν με καὶ τὸν παῖδα τοῦτον ἀπημάντους, ἐν ὀνόματι τοῦ ὑψίστου θεοῦ guárdanos a mí y a este muchacho indemnes, en el nombre del dios altísimo P V 46 C 3 7 ἀφ' ἧς ἂν παραιτῶ ὥρας ἐν τούτῳ τῷ παραφίμῳ, κατ' ἐπιταγὴν τοῦ ὑψίστου θεοῦ Ἰάω desde la hora en que yo lo pida en este hechizo, por orden del dios altísimo Iao P XII 63 P LXII 30 ὅτι δοῦλός εἰμι τοῦ ὑψίστου θεοῦ τοῦ κατέχοντος τὸν κόσμον porque soy esclavo del dios altísimo, el que gobierna el cosmos P XII 71 τοῦ Ἀγαθοῦ Δαίμονος παντοκράτορος, τετραπροσώπου δαίμονος ὑψίστου del Demon Bueno todopoderoso, demon supremo de cuatro caras P XIV 9 Ἀδωναί, ὕψιστε θεῶν, οὗ ἐ<σ>τιν τὸ ὄνομα τὸ ἀληθινόν Adonáis, el más alto de los dioses, cuyo nombre es el verdadero P XXXIIa 23 de Dios, en pap. crist. ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου καὶ τὰ ἑξῆς el que habita al amparo del Altísimo y lo demás C 19 4 SM 26 7 SM 29 10