μελαναυγής: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελᾰναυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), αυτός που εκπέμπει σκοτεινή [[λάμψη]], σε Ευρ. | |lsmtext='''μελᾰναυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), αυτός που εκπέμπει σκοτεινή [[λάμψη]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελᾰναυγής:''' отливающий черным, т. е. темный ([[νασμός]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A dark-gleaming, νασμός E.Hec.153 (anap.), cf. Orph.A.513.
German (Pape)
[Seite 119] ές, schwarz scheinend, dunkel, νασμὸς μ., das Blut, Eur. Hec. 152.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰναυγής: -ές, σκοτεινῶς λάμπων, νασμὸς Εὐρ. Ἑκ. 154˙ - ποιητ. θηλ. μελαναυγέτις, ιδος, Ὀρφ. Ἀργ. 515, ἐκ διορθώσ. τοῦ Ἑρμάννου.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est d’un noir brillant.
Étymologie: μέλας, αὐγή.
Greek Monolingual
μελαναυγής, -ές (ΑM)
αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή λάμψη, μελαμφαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -αυγής (< αυγή), πρβλ. κυαν-αυγής, πυρ-αυγής].
Greek Monotonic
μελᾰναυγής: -ές (αὐγή), αυτός που εκπέμπει σκοτεινή λάμψη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μελᾰναυγής: отливающий черным, т. е. темный (νασμός Eur.).