μελίσπονδα: Difference between revisions
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(24) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελίσπονδα]], τὰ (Α)<br />χοές ή σπονδές από [[μέλι]] («ἀοίνους διαγαγεῑν, [[ὥσπερ]] νηφάλια καὶ [[μελίσπονδα]] θύοντα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου <i>μελίσπονδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[σπονδή]])]. | |mltxt=[[μελίσπονδα]], τὰ (Α)<br />χοές ή σπονδές από [[μέλι]] («ἀοίνους διαγαγεῑν, [[ὥσπερ]] νηφάλια καὶ [[μελίσπονδα]] θύοντα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου <i>μελίσπονδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[σπονδή]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελίσπονδα:''' τά (sc. [[ἱερά]]) возлияние медом (μ. θύειν Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 31 December 2018
English (LSJ)
(sc. ἱερά), τά,
A drink-offerings of honey, μ. θύειν Plu.2.464c, 672b, cf. Porph. Abst.2.20.
German (Pape)
[Seite 123] τά, sc. ἱερά, Spende, Trankopfer aus Honig, νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύειν, Plut. coh. ira E. u. Symp. 4, 6 E.
Greek (Liddell-Scott)
μελίσπονδα: (ἐξυπ. ἱερά), τά, σπονδαὶ ἐκ μέλιτος, μελίσπονδα θύειν Πλούτ. 2. 464C, 672B· πρβλ. ἐλαιόσπονδα, οἰνόσπονδα.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
s.e. ἱερά;
sacrifices où l’on fait des libations de miel.
Étymologie: μέλι, σπένδω.
Greek Monolingual
μελίσπονδα, τὰ (Α)
χοές ή σπονδές από μέλι («ἀοίνους διαγαγεῑν, ὥσπερ νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύοντα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου μελίσπονδος (< μέλι + σπονδή)].
Russian (Dvoretsky)
μελίσπονδα: τά (sc. ἱερά) возлияние медом (μ. θύειν Plut.).