μονότεκνος: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονότεκνος:''' -ον ([[τέκνον]]), αυτός που έχει ένα μόνο [[παιδί]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μονότεκνος:''' -ον ([[τέκνον]]), αυτός που έχει ένα μόνο [[παιδί]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονότεκνος:''' имеющий одного лишь ребенка ([[Πρόκνη]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 00:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονότεκνος Medium diacritics: μονότεκνος Low diacritics: μονότεκνος Capitals: ΜΟΝΟΤΕΚΝΟΣ
Transliteration A: monóteknos Transliteration B: monoteknos Transliteration C: monoteknos Beta Code: mono/teknos

English (LSJ)

ον,

   A with but one child, E.HF1021 (lyr.), Paul.Al. O.2.

German (Pape)

[Seite 205] mit einem Kinde, Πρόκνη, Eur. Herc. Fur. 1021.

Greek (Liddell-Scott)

μονότεκνος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον τέκνον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1021, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a qu’un enfant.
Étymologie: μόνος, τέκνον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονότεκνος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο τέκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ-τεκνος].

Greek Monotonic

μονότεκνος: -ον (τέκνον), αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μονότεκνος: имеющий одного лишь ребенка (Πρόκνη Eur.).