μισθαρνικός: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθαρνικός:''' -ή, -όν ([[μισθάρνης]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή [[εργασία]], [[μισθοφορικός]], σε Αριστ.
|lsmtext='''μισθαρνικός:''' -ή, -όν ([[μισθάρνης]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή [[εργασία]], [[μισθοφορικός]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθαρνικός:''' выполняемый по найму, наемный (ἐργκσίαι Arst.).
}}
}}

Revision as of 00:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαρνικός Medium diacritics: μισθαρνικός Low diacritics: μισθαρνικός Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΙΚΟΣ
Transliteration A: mistharnikós Transliteration B: mistharnikos Transliteration C: mistharnikos Beta Code: misqarniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for hired work, mercenary, ἐργασίαι, τέχναι, ib.1337b13, EE1215a31.

German (Pape)

[Seite 190] ή, όν, den Lohnarbeiter betreffend, Sp., αἱ μισθαρνικαὶ ἐργασίαι, Arbeiten um Lohn, Arist. pol. 8, 1.

Greek (Liddell-Scott)

μισθαρνικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔργον μισθωτοῦ, ὁ πρὸς μισθὸν γενόμενος, ἐργασίαι, τέχναι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 5, Ἠθικ. Ε. 1. 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’homme à gages, de mercenaire.
Étymologie: μισθάρνης.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α μισθαρνικός, -ή, -όν) μίσθαρνος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στη μισθαρνία ή στον μίσθαρνο, αυτός που γίνεται με μισθό («μισθαρνική εργασία»).

Greek Monotonic

μισθαρνικός: -ή, -όν (μισθάρνης), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή εργασία, μισθοφορικός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μισθαρνικός: выполняемый по найму, наемный (ἐργκσίαι Arst.).