μελανθέα: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(24) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελανθέα]], ἡ (Α)<br />το να βλέπει [[κάποιος]] τα μελανά αντικείμενα, η όραση, η θέα τών μαύρων αντικειμένων («τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῑν, μελάνων δὲ μελανθέαν», Αρίστων Χ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θέα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρο</i>-<i>θέα</i>, <i>πασι</i>-<i>θέα</i>)]. | |mltxt=[[μελανθέα]], ἡ (Α)<br />το να βλέπει [[κάποιος]] τα μελανά αντικείμενα, η όραση, η θέα τών μαύρων αντικειμένων («τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῑν, μελάνων δὲ μελανθέαν», Αρίστων Χ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θέα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρο</i>-<i>θέα</i>, <i>πασι</i>-<i>θέα</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελανθέᾱ:''' ἡ [[θεάομαι]] зрительное восприятие черного цвета Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A = μελάνων ὅρασις, opp. λευκοθέα, Aristo Stoic.1.86.
German (Pape)
[Seite 119] ἡ, das Sehen des Schwarzen, im Ggstz von λευκοθέα, Plut. de virt. moral. 2.
Greek (Liddell-Scott)
μελανθέᾱ: ἡ, ἡ μέλανα θεωμένη, καθορῶσα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκοθέα, Ἀρίστων παρὰ Πλουτ. 2. 440F.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vue de ce qui est noir.
Étymologie: μέλας, θεάομαι.
Greek Monolingual
μελανθέα, ἡ (Α)
το να βλέπει κάποιος τα μελανά αντικείμενα, η όραση, η θέα τών μαύρων αντικειμένων («τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῑν, μελάνων δὲ μελανθέαν», Αρίστων Χ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + θέα (πρβλ. ανδρο-θέα, πασι-θέα)].
Russian (Dvoretsky)
μελανθέᾱ: ἡ θεάομαι зрительное восприятие черного цвета Plut.