Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυκήτινος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῠκήτῐνος:''' -η, -ον ([[μύκης]]), παρασκευασμένος από μανιτάρια, σε Λουκ.
|lsmtext='''μῠκήτῐνος:''' -η, -ον ([[μύκης]]), παρασκευασμένος από μανιτάρια, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῠκήτῐνος:''' сделанный из гриба ([[ἀσπίς]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 00:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠκήτῐνος Medium diacritics: μυκήτινος Low diacritics: μυκήτινος Capitals: ΜΥΚΗΤΙΝΟΣ
Transliteration A: mykḗtinos Transliteration B: mykētinos Transliteration C: mykitinos Beta Code: mukh/tinos

English (LSJ)

η, ον,

   A made of mushrooms, Luc.VH1.16.

German (Pape)

[Seite 216] von Pilzen gemacht, Luc. V. H. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

μῠκήτῐνος: -η, -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ μυκήτων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait avec un champignon.
Étymologie: μύκης.

Greek Monolingual

μυκήτινος, -ίνη, -ον (Α)
κατασκευασμένος από μύκητες («ἀσπίσι μυκητίναις ἐχρῶντο», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, -ητος + κατάλ. -ινος].

Greek Monotonic

μῠκήτῐνος: -η, -ον (μύκης), παρασκευασμένος από μανιτάρια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μῠκήτῐνος: сделанный из гриба (ἀσπίς Luc.).