μυκήτινος: Difference between revisions
From LSJ
Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῠκήτῐνος:''' -η, -ον ([[μύκης]]), παρασκευασμένος από μανιτάρια, σε Λουκ. | |lsmtext='''μῠκήτῐνος:''' -η, -ον ([[μύκης]]), παρασκευασμένος από μανιτάρια, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῠκήτῐνος:''' сделанный из гриба ([[ἀσπίς]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 1 January 2019
English (LSJ)
η, ον,
A made of mushrooms, Luc.VH1.16.
German (Pape)
[Seite 216] von Pilzen gemacht, Luc. V. H. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
μῠκήτῐνος: -η, -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ μυκήτων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait avec un champignon.
Étymologie: μύκης.
Greek Monolingual
μυκήτινος, -ίνη, -ον (Α)
κατασκευασμένος από μύκητες («ἀσπίσι μυκητίναις ἐχρῶντο», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, -ητος + κατάλ. -ινος].
Greek Monotonic
μῠκήτῐνος: -η, -ον (μύκης), παρασκευασμένος από μανιτάρια, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μῠκήτῐνος: сделанный из гриба (ἀσπίς Luc.).