μοιχικός: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοιχικός:''' -ή, -όν, [[μοιχικός]], αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μοιχεία]], <i>μοιχικαὶ διαβολαί</i>, κατηγορίες για [[διάπραξη]] μοιχείας, σε Λουκ.
|lsmtext='''μοιχικός:''' -ή, -όν, [[μοιχικός]], αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μοιχεία]], <i>μοιχικαὶ διαβολαί</i>, κατηγορίες για [[διάπραξη]] μοιχείας, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μοιχικός:''' <b class="num">1)</b> распутный, развратный (μ. καὶ [[ἀκόλαστος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> касающийся прелюбодеяния (μοιχικαὶ πρός τινα διαβολαί Luc.).
}}
}}

Revision as of 00:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιχικός Medium diacritics: μοιχικός Low diacritics: μοιχικός Capitals: ΜΟΙΧΙΚΟΣ
Transliteration A: moichikós Transliteration B: moichikos Transliteration C: moichikos Beta Code: moixiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A adulterous, λέκτρα Ps.-Phoc.178; ᾠδαί Ath.15.697b; of persons, Plu.2.18e; μ. διαβολαί accusations of adultery, Luc.Cal.14.

German (Pape)

[Seite 199] ehebrecherisch, λέκτρα, Phocyl. 166, u. öfter bei Plut.; διαβολαί, wegen Ehebruchs, Luc. calumn. 14. – Adv. μοιχικῶς, Schol. Lycophr. 87.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχικός: -ή, -όν, εἰς μοιχείαν ἀνήκων, λέκτρα Ψευδο-Φωκυλ. 166· ᾠδαὶ Ἀθήν. 697Β· ἐπὶ προσώπων, Πλούτ. 2. 18F· μ. διαβολαί, κατηγορίαι ἐπὶ μοιχείᾳ, Λουκ. π. Διαβολ. 14. - Ἐπίρρ. μοιχικῶς, Ἀθαν. ΙΙ, 1173Β, κλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 d’adultère, qui concerne l’adultère;
2 enclin à l’adultère.
Étymologie: μοιχός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μοιχικός, -ή, -όν) μοιχός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοιχό ή στη μοιχεία («μοιχικαὶ διαβολαί» — κατηγορίες για μοιχεία, Λουκιαν.)
2. επιρρεπής προς τη μοιχεία.
επίρρ...
μοιχικῶς (ΑΜ)
με τρόπο μοιχικό, που αρμόζει σε μοιχό.

Greek Monotonic

μοιχικός: -ή, -όν, μοιχικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μοιχεία, μοιχικαὶ διαβολαί, κατηγορίες για διάπραξη μοιχείας, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μοιχικός: 1) распутный, развратный (μ. καὶ ἀκόλαστος Plut.);
2) касающийся прелюбодеяния (μοιχικαὶ πρός τινα διαβολαί Luc.).