νεούτατος: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεούτᾰτος:''' -ον ([[οὐτάω]]), πρόσφατα πληγωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |lsmtext='''νεούτᾰτος:''' -ον ([[οὐτάω]]), πρόσφατα πληγωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεούτᾰτος:''' недавно раненный, со свежей раной Hom., Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (οὐτάω)
A lately wounded, ἄλλον . . νεούτατον, ἄλλον ἄουτον Il.18.536, cf. 13.539, Hes. Sc.253.
German (Pape)
[Seite 245] neuerdings, frisch verwundet; Il. 15, 539. 18, 536; Hes. Sc. 157. 253.
Greek (Liddell-Scott)
νεούτᾰτος: -ον, (οὐτάω) ὁ νεωστὶ τραυματισθείς, ἄλλον... νεούτατον, ἄλλον ἄουτον Ἰλ. Σ. 536, πρβλ. Ν. 539, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 157, 253.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement blessé.
Étymologie: νέος, οὐτάω.
English (Autenrieth)
(οὐτάω): lately wounded. (Il.)
Greek Monolingual
νεούτατος, -ον (Α)
αυτός που τραυματίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + οὐτάω «χτυπώ με όπλο, τραυματίζω» (πρβλ. αν-ούτατος)].
Greek Monotonic
νεούτᾰτος: -ον (οὐτάω), πρόσφατα πληγωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
νεούτᾰτος: недавно раненный, со свежей раной Hom., Hes.