μυριώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(26) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυριώνυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μύρια ονόματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ετερ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |mltxt=[[μυριώνυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μύρια ονόματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ετερ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῡριώνῠμος:''' имеющий множество имен ([[Ἶσις]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A of countless names, Ἶσις Plu.2.372f, OGI695 (Philae).
German (Pape)
[Seite 220] mit unzähligen Namen, Beiname der Isis bei Plut. Is. et Os. 53.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων ἀναρίθμητα ὀνόματα, Ἶσις Πλούτ. 2. 372Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 4713b, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux noms innombrables.
Étymologie: μυρίος, ὄνομα.
Spanish
Greek Monolingual
μυριώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μύρια ονόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Russian (Dvoretsky)
μῡριώνῠμος: имеющий множество имен (Ἶσις Plut.).