ξιφίας: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(27)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ξιφίας]] και δωρ. τ. [[σκιφίας]])<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μεγάλων περκόμορφων ψαριών που το [[επάνω]] [[σαγόνι]] τους [[είναι]] μακρύ και μοιάζει με [[ξίφος]] και που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] τών ξιφιιδών, αλλ. [[ξιφιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] κομήτη που ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] είχε [[σχήμα]] όμοιο με [[ξίφος]], [[ξιφηφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δρομ</i>-<i>ίας</i>, <i>ωμ</i>-<i>ίας</i>). Για τον τ. [[σκιφίας]] <b>βλ. λ.</b> [[ξίφος]].
|mltxt=ο (Α [[ξιφίας]] και δωρ. τ. [[σκιφίας]])<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μεγάλων περκόμορφων ψαριών που το [[επάνω]] [[σαγόνι]] τους [[είναι]] μακρύ και μοιάζει με [[ξίφος]] και που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] τών ξιφιιδών, αλλ. [[ξιφιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] κομήτη που ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] είχε [[σχήμα]] όμοιο με [[ξίφος]], [[ξιφηφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δρομ</i>-<i>ίας</i>, <i>ωμ</i>-<i>ίας</i>). Για τον τ. [[σκιφίας]] <b>βλ. λ.</b> [[ξίφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξῐφίας:''' ου ὁ меч-рыба Arst., Polyb.
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφίας Medium diacritics: ξιφίας Low diacritics: ξιφίας Capitals: ΞΙΦΙΑΣ
Transliteration A: xiphías Transliteration B: xiphias Transliteration C: ksifias Beta Code: cifi/as

English (LSJ)

ου, ὁ, (ξίφος)

   A sword fish, Arist.HA505a18, Fr.325,Archestr. Fr.40; cf. σκιφίας.    II a kind of comet (from the shape), Plin.HN 2.89.

German (Pape)

[Seite 280] ὁ, alles Schwertförmige; – a) der Schwertfisch, Archestrat. bei Ath. VII, 314 e; Pol. 34, 2, 15. – b) nach Plin. 2, 25, 23 eine Art der Kometen.

Greek Monolingual

ο (Α ξιφίας και δωρ. τ. σκιφίας)
ζωολ. γένος μεγάλων περκόμορφων ψαριών που το επάνω σαγόνι τους είναι μακρύ και μοιάζει με ξίφος και που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών ξιφιιδών, αλλ. ξιφιός
αρχ.
είδος κομήτη που ονομάστηκε έτσι επειδή είχε σχήμα όμοιο με ξίφος, ξιφηφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + κατάλ. -ίας (πρβλ. δρομ-ίας, ωμ-ίας). Για τον τ. σκιφίας βλ. λ. ξίφος.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφίας: ου ὁ меч-рыба Arst., Polyb.