ξενοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξενοκτόνος:''' ον ([[κτείνω]]), αυτός που φονεύει φιλοξενούμενους ή ξένους, σε Ευρ., Αισχίν.
|lsmtext='''ξενοκτόνος:''' ον ([[κτείνω]]), αυτός που φονεύει φιλοξενούμενους ή ξένους, σε Ευρ., Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ξενοκτόνος:''' убивающий чужеземцев или гостей Eur., Aeschin., Plut., Luc.
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοκτόνος Medium diacritics: ξενοκτόνος Low diacritics: ξενοκτόνος Capitals: ΞΕΝΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: xenoktónos Transliteration B: xenoktonos Transliteration C: ksenoktonos Beta Code: cenokto/nos

English (LSJ)

ον,

   A slaying guests or strangers, E.IT53, Aeschin.3.224 ; ξ. ἵπποι Scymn.669, cf. Plu.Mar. 8.

German (Pape)

[Seite 277] Fremde od. Gastfreunde tödtend; τιμαί, τέχνη, Eur. I. T. 53. 776; Aesch. 3, 224; Luc. D. D. 16, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τοὺς παρ’ αὐτῷ ξενιζομένους ἢ ξένους, Εὐρ. Ι. Τ. 53, 776, Αἰσχίν. 85, Πλουτ. Μάρ. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des hôtes ou des étrangers.
Étymologie: ξένος, κτείνω.

Greek Monolingual

ξενοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους του ή τους ξένους που φτάνουν στη χώρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μνηστηρο-κτόνος.

Greek Monotonic

ξενοκτόνος: ον (κτείνω), αυτός που φονεύει φιλοξενούμενους ή ξένους, σε Ευρ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ξενοκτόνος: убивающий чужеземцев или гостей Eur., Aeschin., Plut., Luc.