οἰνόληπτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(28)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνόληπτος]], -όν (Α)<br />αυτός που έχει κυριευθεί από το [[κρασί]], [[μέθυσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>φρενό</i>-<i>ληπτος</i>].
|mltxt=[[οἰνόληπτος]], -όν (Α)<br />αυτός που έχει κυριευθεί από το [[κρασί]], [[μέθυσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>φρενό</i>-<i>ληπτος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνόληπτος:''' опьяненный вином, пьяный Plut.
}}
}}

Revision as of 00:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόληπτος Medium diacritics: οἰνόληπτος Low diacritics: οινόληπτος Capitals: ΟΙΝΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: oinólēptos Transliteration B: oinolēptos Transliteration C: oinoliptos Beta Code: oi)no/lhptos

English (LSJ)

ον,

   A possessed by wine, drunken, Plu.2.4b.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ οἴνου κατειλημμένος, μεμεθυσμένος, μέθυσος, Πλούτ. 2. 4Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pris de vin.
Étymologie: οἶνος, ληπτός.

Greek Monolingual

οἰνόληπτος, -όν (Α)
αυτός που έχει κυριευθεί από το κρασί, μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. φρενό-ληπτος].

Russian (Dvoretsky)

οἰνόληπτος: опьяненный вином, пьяный Plut.