οἰωνοθέτης: Difference between revisions
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰωνοθέτης:''' -ου, ὁ ([[τίθημι]]), αυτός που ερμηνεύει τους οιωνούς, τα προμηνύματα, σε Σοφ. | |lsmtext='''οἰωνοθέτης:''' -ου, ὁ ([[τίθημι]]), αυτός που ερμηνεύει τους οιωνούς, τα προμηνύματα, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰωνοθέτης:''' ου ὁ птицегадатель Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A interpreter of auguries, S.OT484(lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνοθέτης: -ου, ὁ, ὁ ἑρμηνεύων τοὺς οἰωνούς, Σοφ. Ο. Τ. 483.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui interprète le vol ou le cri des oiseaux, augure.
Étymologie: οἰωνός, τίθημι.
Greek Monolingual
οἰωνοθέτης, ὁ (Α)
εξηγητής, ερμηνευτής τών οιωνών, οιωνοσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οιωνός + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. αστρο-θέτης.
Greek Monotonic
οἰωνοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι), αυτός που ερμηνεύει τους οιωνούς, τα προμηνύματα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνοθέτης: ου ὁ птицегадатель Soph.