ὁμόνεκρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόνεκρος:''' -ον, [[σύντροφος]] στο θάνατο, σε Λουκ.
|lsmtext='''ὁμόνεκρος:''' -ον, [[σύντροφος]] στο θάνατο, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόνεκρος:''' вместе умерший Luc.
}}
}}

Revision as of 01:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόνεκρος Medium diacritics: ὁμόνεκρος Low diacritics: ομόνεκρος Capitals: ΟΜΟΝΕΚΡΟΣ
Transliteration A: homónekros Transliteration B: homonekros Transliteration C: omonekros Beta Code: o(mo/nekros

English (LSJ)

ον,

   A companion in death, Luc.DMort. 2.1. See also: συμπαρανεκρώμενος.

German (Pape)

[Seite 338] mit todt, Luc. Mort. D. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόνεκρος: -ον, ὁ ὁμοῦ μετ’ ἄλλων νεκρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλογ. 2. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de mort.
Étymologie: ὁμός, νεκρός.

Greek Monolingual

ὁμόνεκρος, -ον (Α) αυτός που πέθανε μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + νεκρός.

Greek Monotonic

ὁμόνεκρος: -ον, σύντροφος στο θάνατο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόνεκρος: вместе умерший Luc.