ὀδαγμός: Difference between revisions

From LSJ
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀδαγμός:''' ὁ (ὀδάξομαι), = [[ἀδαγμός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ὀδαγμός:''' ὁ (ὀδάξομαι), = [[ἀδαγμός]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀδαγμός:''' ὁ Soph. v. l. = [[ἀδαγμός]].
}}
}}

Revision as of 01:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδαγμός Medium diacritics: ὀδαγμός Low diacritics: οδαγμός Capitals: ΟΔΑΓΜΟΣ
Transliteration A: odagmós Transliteration B: odagmos Transliteration C: odagmos Beta Code: o)dagmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ὀδάξομαι)

   A itching, irritation, S.Tr.770 codd.: ἀδαγμός Phot.

German (Pape)

[Seite 291] ὁ, ion. ἀδαγμός, das Beißen, Jucken, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδαγμός: ὁ, (ὀδάξομαι) κνησμός, ἐρεθισμός: οὕτω γράφεται ἡ λέξις ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Σοφοκλ. ἐν Τρ. 770, ἔνθα νῦν ἀδαγμός.

Greek Monolingual

ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ-, πρβλ. παθ. υπερσ. -δάγ-μην, του ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -μός (πρβλ. κηρυγ-μός)].

Greek Monotonic

ὀδαγμός: ὁ (ὀδάξομαι), = ἀδαγμός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀδαγμός: ὁ Soph. v. l. = ἀδαγμός.