Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁλκάς: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁλκάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[ἕλκω]]), ρυμουλκούμενο [[πλοίο]], φορτηγό [[πλοίο]], εμπορικό, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὁλκάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[ἕλκω]]), ρυμουλκούμενο [[πλοίο]], φορτηγό [[πλοίο]], εμπορικό, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁλκάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ буксирное, т. е. грузовое судно Pind., Her., Thuc. etc.
}}
}}

Revision as of 01:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλκάς Medium diacritics: ὁλκάς Low diacritics: ολκάς Capitals: ΟΛΚΑΣ
Transliteration A: holkás Transliteration B: holkas Transliteration C: olkas Beta Code: o(lka/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A ship which is towed : hence, trading vessel, merchantman, Pi.N.5.2, Hdt.3.135, 7.25, 137, Lys.32.25 ; ἐν ὁλκάσιν ἢ πλοίοις Th.7.7, cf. X.Ath.1.20 ; ὁ. σιταγωγοί Th.6.44 ; οἰναγωγοί Pherecr.143.5, cf. Cephisod.10 : metaph., of women, AP5.160 ; of Europa's bull, Nonn.D.1.66.    2 of stones, conveyed to the place of building, IG11(2).199A79 (Delos, iii B. C.).    3 ὁλκάς· . . παρ' Ἀλκμᾶνι ἀειδῶν (i. e. ἀηδών, cf. Hsch. s.v. ὁλκάς), Cyr.Coisl.394 (Rh.Mus.43.451).

German (Pape)

[Seite 323] άδος, ἡ (ἕλκω), ein Zugschiff, d. i. ein schweres Lastschiff, denn diese wurden gezogen, wie die holländischen Treckschuyten; Pind. N. 5, 2; Eur. Cycl. 503; καθορῶ τἀμπόρια καὶ τὰς ὁλκάδας, Ar. Equ. 171; Her. 7, 25. 137; Thuc. 6, 1 u. öfter; Plat. Lach. 183 d; Folgde; πιστή, Add. 5 (VII, 305); τῆς ὁλκάδος καταδύσης, Luc. Zeux. 3. – Bei sp. D. auch ὀλκάς geschrieben, s. Jac. A. P. p. 19. 637.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλκάς: -άδος, ἡ, (ἕλκω, ὁλκὴ) πλοῖον ῥυμουλκούμενον, συρόμενον, ὅθεν πλοῖον φορτηγόν, ἐμπορικόν, Ἡρόδ. 3. 135., 7. 25, 137, Πινδ. Ν. 5. 2, Σιμωνίδ. (;) 182, καὶ Ἀττικ.· ὁλκάσιν ἢ πλοίοις. Θουκ 7. 7, πρβλ. Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1, 20· ὁλκ. σιταγωγοὶ Θουκ. 6. 44· οἰναγωγοὶ Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 5· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ταύρου τῆς Εὐρώπης, Νόνν. 1. 66. - Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἐνίοτε φέρεται ὁλκάς, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 19. 637.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
vaisseau remorqué, particul. vaisseau de transport ou de charge.
Étymologie: ἕλκω.

English (Slater)

ὁλκᾰς
   1 merchant ship ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας (N. 5.2) met., ὁλκάδα μυριοφόρον (= τὸν ὕμνον) ?fr. 355.

Greek Monolingual

ὁλκάς, -άδος, ἡ (Α) ολκή
1. πλατύ και ογκώδες πλοίο, συνήθως ρυμουλκούμενο («οἱ μὲν πλοῑον κυβερνῶντες, οἱ δὲ ὁλκάδα», Ξεν.)
2. λίθος που μεταφερόταν στον τόπο οικοδομής.

Greek Monotonic

ὁλκάς: -άδος, ἡ (ἕλκω), ρυμουλκούμενο πλοίο, φορτηγό πλοίο, εμπορικό, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁλκάς: άδος (ᾰδ) ἡ буксирное, т. е. грузовое судно Pind., Her., Thuc. etc.