ὀξυφωνία: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξῠφωνία:''' ἡ, διαπεραστικότητα φωνής, σε Αριστ. | |lsmtext='''ὀξῠφωνία:''' ἡ, διαπεραστικότητα φωνής, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξῠφωνία:''' ἡ высокий или пронзительный голос, тж. звонкость Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A high pitch of voice, Hp.Coac.252, Arist.EN1125a15 ; opp. βαρύτης, Id.GA788a3.
German (Pape)
[Seite 355] ἡ, scharfe, helle, hohe Stimme; Hippocr.; Arist. eth. 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠφωνία: ἡ, ὀξύτης φωνῆς, Ἱππ. 159D, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 34· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρύτης, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 20.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
voix aiguë.
Étymologie: ὀξύφωνος.
Greek Monolingual
η (Α ὀξυφωνία) οξύφωνος
ο διαπεραστικός τόνος της φωνής, η οξύτητα της φωνής.
Greek Monotonic
ὀξῠφωνία: ἡ, διαπεραστικότητα φωνής, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠφωνία: ἡ высокий или пронзительный голос, тж. звонкость Arst.