ὄρχις: Difference between revisions
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄρχις:''' -ιος και -εως, Αττ. ονομ. πληθ. <i>ὄρχεις</i>, Ιων. <i>ὄρχιες</i>, ο [[ανδρικός]] [[γεννητικός]] [[αδένας]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὄρχις:''' -ιος και -εως, Αττ. ονομ. πληθ. <i>ὄρχεις</i>, Ιων. <i>ὄρχιες</i>, ο [[ανδρικός]] [[γεννητικός]] [[αδένας]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄρχις:''' ιος, атт. εως ὁ (pl. ὄρχιες, атт. ὄρχεις) (лат. [[testiculus]]) анат. яичко Her., Xen., Arph. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ιος and εως, ὁ, Att. nom. pl. ὄρχεις, Ion. ὄρχιες,
A testicle, freq. in pl., testicles, Hdt.4.109, Hp.Aër.4, Eub.63.4 (anap.), etc. ; cf. ὄσχις. 2 in females, ovaries, Gal.2.810, al. II plant so called from the form of its root, salep, Orchis papilionacea, and O. longicruris, Thphr. HP9.18.3, Dsc.3.126. III ὄρχις, ἡ, a kind of olive, Colum.5.8; cf. ὀρχάς (B). (Cf. Avest. arazi 'testicles'.)
German (Pape)
[Seite 390] ιος u. εως, ὁ, plur. att. οἱ ὄρχεις, Soph. frg. 549, Ar. Nubb. 702 u. öfter, ion. ὄρχιες, – 1) die Hode, Her. 4, 109 u. Sp. – 2) eine Pflanze mit hodenförmigen Wurzelknollen, Theophr. u. Diosc. – Auch eine Olivenart, vgl. ὀρχάς.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρχις: -ιος καὶ -εως, ὁ, Ἀττ. ὀνομαστ. πληθ. ὄρχεις, Ἰων. ὄρχιες, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρχῖδι», πληθ. ἀρχίδια», Ἡρόδ. 4. 109, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, κτλ.· πρβλ. ὄσχις. ΙΙ. φυτόν τι οὕτω καλούμενον ἐκ τοῦ σχήματος τῶν ῥιζῶν αὐτοῦ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 3, Διοσκ. 3. 141. ΙΙΙ. ὄρχις, ἡ, εἶδος ἐλαίας, Columella· ἴδε ὀρχάς.
French (Bailly abrégé)
ιος, att. –εως (ὁ) ; plur. -ιες, att. -εις;
testicule.
Étymologie: DELG arm. orjik.
Greek Monotonic
ὄρχις: -ιος και -εως, Αττ. ονομ. πληθ. ὄρχεις, Ιων. ὄρχιες, ο ανδρικός γεννητικός αδένας, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὄρχις: ιος, атт. εως ὁ (pl. ὄρχιες, атт. ὄρχεις) (лат. testiculus) анат. яичко Her., Xen., Arph. etc.