ὄρχησις: Difference between revisions
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄρχησις:''' -εως, ἡ, η [[πράξη]] του χορού, ο [[χορός]] καθ' αυτός, σε Ηρόδ., Αττ.· [[ιδίως]], [[χορός]] παντομίμας, σε Ηρόδ., Αττ. | |lsmtext='''ὄρχησις:''' -εως, ἡ, η [[πράξη]] του χορού, ο [[χορός]] καθ' αυτός, σε Ηρόδ., Αττ.· [[ιδίως]], [[χορός]] παντομίμας, σε Ηρόδ., Αττ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄρχησις:''' εως ἡ Plat., Luc., Plut. = [[ὄρχημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dancing, the dance, Epich. 171 ; ἐς ὄρχησιν ἀνίστασθαι Hdt.1.202 ; esp. pantomimic dancing, Id.6.129 ; δεινὰ ἐποιοῦντο πάσας τὰς ὀ. ἐν ὅπλοις εἶναι X.An.6.1.11 ; ἐκπονεῖν Plb.4.20.12 : a part of ἡ γυμναστική, acc. to Pl.Lg.795e ; ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις ὄ. Id.Cra.406d ; ὄ. ἐνόπλιος, ἐναγώνιος ὄ., Luc.Salt.8,32, POxy. 1241 v 27 (ii A. D.), etc.; περὶ Ὀρχήσεως, title of work by Lucian ; cf. Ath.1.14dsq., 14.630bsqq., Poll.4.95 sq.
German (Pape)
[Seite 389] ἡ, das Tanzen, nach Plat. Legg. VII, 795 d ein Theil der Gymnastik, u. nach II, 654 b mit der ᾠδή die χορεία ausmachend; ἡ ἐν ὅπλοις ὄρχησις, Waffentanz, Crat. 406 d, wie ἐνόπλιος u. ἐναγώνιος, Luc. de salt. 32 u. Plut. Num. 32; bes. die Kunst des pantomimischen Tänzers, ὀρχήσεις ἐκπονεῖν, Pol. 4, 20, 12; vgl. bes. Luc. de salt.; τραγική, Ath. I c. 37.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρχησις: -εως, ἡ, τὸ ὀρχεῖσθαι, χορός, Ἐπίχ. 95 Ahr., Ἡρόδ., Ἀττ. (ὁ Ὁμηρ. τύπος εἶναι ὀρχηθμὸς καὶ ὀρχηστός)· ἐς ὄρχησιν ἀνίστασθαι Ἡρόδ. 1. 202· κυρίως χορὸς παντομιμικός, ὁ αὐτ. 6. 129· ποιεῖσθαι τὰς ὀρχ. ἐν ὅπλοις Ξεν. Ἀν. 6. 1, 11· ἐκπονεῖν Πολύβ. 4. 20, 12· ― μέρος τῆς γυμναστικῆς κατὰ Πλάτ. ἐν Νόμ. 795D· ἡ ἐν ὅπλοις ὄρχ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 406D ὀρχήσεις ἐνόπλιοι, ἐναγώνιοι ὀρχ. Λουκ., Πλούτ., κτλ.· περὶ τῶν Ἑλληνικῶν ἴδε Λουκ. περὶ Ὀρχήσεως, Ἀθήν. 14D κἑξ., 630F· Πολυδ. Δ΄, 95 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 danse;
2 pantomime.
Étymologie: ὀρχέω.
Greek Monotonic
ὄρχησις: -εως, ἡ, η πράξη του χορού, ο χορός καθ' αυτός, σε Ηρόδ., Αττ.· ιδίως, χορός παντομίμας, σε Ηρόδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
ὄρχησις: εως ἡ Plat., Luc., Plut. = ὄρχημα.