οὐλάς: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(29) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οὐλάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ., ανώμ. θηλ. του [[οὖλος]]) σγουρή, κατσαρή<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[θύλακος]], [[πήρα]], [[σακούλα]] («[[οὐλάδες]]<br />πῆραι, θύλακοι», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (ΙΙ) «[[σγουρός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>άς</i>)]. | |mltxt=[[οὐλάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ., ανώμ. θηλ. του [[οὖλος]]) σγουρή, κατσαρή<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[θύλακος]], [[πήρα]], [[σακούλα]] («[[οὐλάδες]]<br />πῆραι, θύλακοι», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (ΙΙ) «[[σγουρός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>άς</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὐλάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ дорожная сума Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 1 January 2019
English (LSJ)
άδος, ἡ, pecul. fem. of οὖλος (B),
A crisped, crinkled, χαίτη δρυός, of oak-leaves, Nic.Al.260. II as Subst., = πήρα, θύλακος, πτωχῶν οὐ. ἀεὶ κενεή Call.Fr.360 (θυλὰς cj. Ruhnken for οὐλαὶ, κενεή Hecker for κεναί), cf. Hsch. s. vv. θυλίδες, θυλλίς, οὐλάδες, Phot., Sch.Theoc.1.53; restd. for οὖδας in AP7.413 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 412] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu οὖλος, χαίτην δρυὸς οὐλάδα κόψας, Nic. Al. 260, wohl das dichte Laub, aber der Schol. erkl. ὑγιαστική. Nach Tzetz. zu Lycophr. 183 = πήρα, Ranzen, wie Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλάς: -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ οὖλος (Β), οὔλη, «σγουρή», ἐπὶ τῶν φύλλων δρυός, Νικ. Ἀλεξιφ. 260. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = πήρα, θύλακος, Ἡσύχ., Φώτ., Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 183· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ οὖδας ἐν Ἀνθ. Π. 7. 413· ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 440.
Greek Monolingual
οὐλάς, -άδος, ἡ (Α)
1. (ως επίθ., ανώμ. θηλ. του οὖλος) σγουρή, κατσαρή
2. ως ουσ. θύλακος, πήρα, σακούλα («οὐλάδες
πῆραι, θύλακοι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μον-άς)].
Russian (Dvoretsky)
οὐλάς: άδος (ᾰδ) ἡ дорожная сума Anth.