οὐλοκάρηνος: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὐλοκάρηνος:''' [ᾰ], -ον ([[οὖλος]] Β, [[κάρηνον]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει κατσαρά, σγουρά μαλλιά, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>οὐλόποδ' οὐλοκάρηνα</i>, ποιητ. αντί <i>ὅλους [[πόδας]]</i>, <i>ὅλα κάρηνα</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''οὐλοκάρηνος:''' [ᾰ], -ον ([[οὖλος]] Β, [[κάρηνον]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει κατσαρά, σγουρά μαλλιά, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>οὐλόποδ' οὐλοκάρηνα</i>, ποιητ. αντί <i>ὅλους [[πόδας]]</i>, <i>ὅλα κάρηνα</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''οὐλοκάρηνος:''' (ᾰ) [[οὖλος]] I] (о жертвенном животном) с неповрежденной головой HH.<br />(ᾰ) [[οὖλος]] III] с курчавой головой Hom.
}}
}}

Revision as of 01:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλοκάρηνος Medium diacritics: οὐλοκάρηνος Low diacritics: ουλοκάρηνος Capitals: ΟΥΛΟΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: oulokárēnos Transliteration B: oulokarēnos Transliteration C: oulokarinos Beta Code: ou)loka/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (οὖλος B)

   A with crisp, curling hair, Od.19.246.    II (οὖλος A) οὐλόποδ', οὐλοκάρηνα, for ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (cf. οὐλοκίκιννα), h.Merc.137.

German (Pape)

[Seite 412] krausköpfig, Od. 19, 246. – H. h. Merc. ist οὐλοκάρηνα = ὅλα κάρηνα. Vgl. οὐλόπους, οὐλοκίκιννα.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλοκάρηνος: [ᾰ], -ον, (οὖλος Β) ὁ ἔχων οὔλην ἤτοι «σγουρὰν» κόμην, Ὀδ. Τ. 246. ΙΙ. οὐλόποδ’, οὐλοκάρηνα, ἀντὶ ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (πρβλ. οὐλοκίκιννα), Ὁμήρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 137.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la tête crépue, aux cheveux bouclés.
Étymologie: οὖλος², κάρηνον.

English (Autenrieth)

(οὖλο Od. 18.2): with thick, curly hair, Od. 19.246†.

Greek Monolingual

οὐλοκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, σγουρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κάρηνα (< κάρα), πρβλ. ξανθο-κάρηνος].

Greek Monotonic

οὐλοκάρηνος: [ᾰ], -ον (οὖλος Β, κάρηνον),
I. αυτός που έχει κατσαρά, σγουρά μαλλιά, σε Ομήρ. Οδ.
II. οὐλόποδ' οὐλοκάρηνα, ποιητ. αντί ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

οὐλοκάρηνος: (ᾰ) οὖλος I] (о жертвенном животном) с неповрежденной головой HH.
(ᾰ) οὖλος III] с курчавой головой Hom.