οὐλοκάρηνος: Difference between revisions
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οὐλοκάρηνος:''' [ᾰ], -ον ([[οὖλος]] Β, [[κάρηνον]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει κατσαρά, σγουρά μαλλιά, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>οὐλόποδ' οὐλοκάρηνα</i>, ποιητ. αντί <i>ὅλους [[πόδας]]</i>, <i>ὅλα κάρηνα</i>, σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''οὐλοκάρηνος:''' [ᾰ], -ον ([[οὖλος]] Β, [[κάρηνον]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει κατσαρά, σγουρά μαλλιά, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>οὐλόποδ' οὐλοκάρηνα</i>, ποιητ. αντί <i>ὅλους [[πόδας]]</i>, <i>ὅλα κάρηνα</i>, σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὐλοκάρηνος:''' (ᾰ) [[οὖλος]] I] (о жертвенном животном) с неповрежденной головой HH.<br />(ᾰ) [[οὖλος]] III] с курчавой головой Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (οὖλος B)
A with crisp, curling hair, Od.19.246. II (οὖλος A) οὐλόποδ', οὐλοκάρηνα, for ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (cf. οὐλοκίκιννα), h.Merc.137.
German (Pape)
[Seite 412] krausköpfig, Od. 19, 246. – H. h. Merc. ist οὐλοκάρηνα = ὅλα κάρηνα. Vgl. οὐλόπους, οὐλοκίκιννα.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλοκάρηνος: [ᾰ], -ον, (οὖλος Β) ὁ ἔχων οὔλην ἤτοι «σγουρὰν» κόμην, Ὀδ. Τ. 246. ΙΙ. οὐλόποδ’, οὐλοκάρηνα, ἀντὶ ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (πρβλ. οὐλοκίκιννα), Ὁμήρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 137.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la tête crépue, aux cheveux bouclés.
Étymologie: οὖλος², κάρηνον.
English (Autenrieth)
(οὖλο Od. 18.2): with thick, curly hair, Od. 19.246†.
Greek Monolingual
οὐλοκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, σγουρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κάρηνα (< κάρα), πρβλ. ξανθο-κάρηνος].
Greek Monotonic
οὐλοκάρηνος: [ᾰ], -ον (οὖλος Β, κάρηνον),
I. αυτός που έχει κατσαρά, σγουρά μαλλιά, σε Ομήρ. Οδ.
II. οὐλόποδ' οὐλοκάρηνα, ποιητ. αντί ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
οὐλοκάρηνος: (ᾰ) οὖλος I] (о жертвенном животном) с неповрежденной головой HH.
(ᾰ) οὖλος III] с курчавой головой Hom.