οὐδαμοῖ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὐδαμοῖ:''' επίρρ. του [[οὐδαμός]], προς κανένα [[μέρος]], σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''οὐδαμοῖ:''' επίρρ. του [[οὐδαμός]], προς κανένα [[μέρος]], σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''οὐδᾰμοῖ:''' adv. никуда (οὐ. τῆς Θρᾴκης Dem.).
}}
}}

Revision as of 01:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδᾰμοῖ Medium diacritics: οὐδαμοῖ Low diacritics: ουδαμοί Capitals: ΟΥΔΑΜΟΙ
Transliteration A: oudamoî Transliteration B: oudamoi Transliteration C: oudamoi Beta Code: ou)damoi=

English (LSJ)

Adv. of οὐδαμός,

   A to no place, no-whither, restd. for οὐδαμοῦ in Ar.V.1188, X.HG5.2.8, An.6.3.16(14); οὐ γὰρ ἤλθομεν οὐ. τῆς Θρᾴκης D.23.166, cf. Hdn.Gr.1.502.—Cf. μηδαμοῖ.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδαμοῖ: Ἐπίρρ. τοῦ οὐδαμός, πρὸς οὐδὲν μέρος ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ οὐδαμοῦ ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 1188, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 8, Ἀν. 6. 1, 16· οὐ γὰρ ἦλθεν οὐδαμοῖ τῆς Θρᾴκης Δημ. 675. 25· πρβλ. Ἀνεκδ. Ὀξ. τ. 1. 418, Ἰων. Ἀλεξ. τονικ. παραγγ. 36. Πρβλ. μηδαμοῖ.

French (Bailly abrégé)

adv.
nulle part avec mouv.
Étymologie: οὐδαμός.

Greek Monolingual

οὐδαμοῑ (Α)
επίρρ. προς κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῖ (πρβλ. μηδαμ-οί)].

Greek Monotonic

οὐδαμοῖ: επίρρ. του οὐδαμός, προς κανένα μέρος, σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

οὐδᾰμοῖ: adv. никуда (οὐ. τῆς Θρᾴκης Dem.).