οὐρανόθι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὐρᾰνόθῐ:''' ([[οὐρανός]]), επίρρ., στον ουρανό· [[αλλά]], [[οὐρανόθι]] [[πρό]] = πρὸ οὐρανοῦ, ενώπιον του ουρανού, [[μπροστά]] στον ουρανό (πρβλ. το προηγ.), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''οὐρᾰνόθῐ:''' ([[οὐρανός]]), επίρρ., στον ουρανό· [[αλλά]], [[οὐρανόθι]] [[πρό]] = πρὸ οὐρανοῦ, ενώπιον του ουρανού, [[μπροστά]] στον ουρανό (πρβλ. το προηγ.), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὐρᾰνόθῐ:''' adv. в небе: οὐ. [[πρό]] Hom. в небо, к небу.
}}
}}

Revision as of 01:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνοθῐ Medium diacritics: οὐρανόθι Low diacritics: ουρανόθι Capitals: ΟΥΡΑΝΟΘΙ
Transliteration A: ouranóthi Transliteration B: ouranothi Transliteration C: ouranothi Beta Code: ou)ra/noqi

English (LSJ)

Adv.

   A in heaven, in the heavens, οὐρανόθι πρό Il.3.3, expld. by Sch.A as = ἐν τῷ ὑπὸ τὰ νέφη τόπῳ (like Ἰλιόθι πρό or ἠῶθι πρό); v.l. οὐρανόθεν.

German (Pape)

[Seite 417] im, am Himmel; οὐρανόθι πρό, Il. 3, 3, erklären die Alten πρὸ οὐρανοῦ, ἐν τῷ ὑπὸ τὰ νέφη τόπῳ und vergleichen Ἰλιόθι πρό u. ἠῶθι πρό.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνόθῐ: Ἐπίρρ., ἐν οὐρανῷ, τὸ οὐρανόθι πρὸ Ἰλ. Γ. 3 ἑρμηνεύεται ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. ὡς = ἐν τῷ ὑπὸ τὰ νέφη τόπῳ (ὡς τὸ Ἰλιόθι πρὸ ἢ ἠῶθι πρό), ὥστε τὸ οὐρανόθι ἐνταῦθα φαίνεται ὅτι εἶναι γενική, ὡς τὸ οὐρανόθεν. - Παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 43, εὑρίσκομεν Αἰολ. ἢ Δωρ. τύπον ὠρανίᾱφι.

French (Bailly abrégé)

adv.
dans le ciel : οὐρανόθι πρό IL en avant du ciel.
Étymologie: οὐρανός, -θι.

English (Autenrieth)

in the heavens (see πρό), Il. 3.3†.

Greek Monolingual

οὐρανόθι (Α)
επίρρ. (ως τοπ.) στον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρανός + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. Ισθμό-θι)].

Greek Monotonic

οὐρᾰνόθῐ: (οὐρανός), επίρρ., στον ουρανό· αλλά, οὐρανόθι πρό = πρὸ οὐρανοῦ, ενώπιον του ουρανού, μπροστά στον ουρανό (πρβλ. το προηγ.), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

οὐρᾰνόθῐ: adv. в небе: οὐ. πρό Hom. в небо, к небу.