παιδοσπόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παιδοσπόρος:''' -ον ([[σπείρω]]), αυτός που σπέρνει [[παιδιά]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''παιδοσπόρος:''' -ον ([[σπείρω]]), αυτός που σπέρνει [[παιδιά]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''παιδοσπόρος:''' Arph. = [[παιδοποιός]].
}}
}}

Revision as of 01:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοσπόρος Medium diacritics: παιδοσπόρος Low diacritics: παιδοσπόρος Capitals: ΠΑΙΔΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: paidospóros Transliteration B: paidosporos Transliteration C: paidosporos Beta Code: paidospo/ros

English (LSJ)

ον,

   A begetting children, Ar.Fr.358.

German (Pape)

[Seite 441] Kinder säend, erzeugend, Ar. frg. 328.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοσπόρος: -ον, ὁ σπείρων, γεννῶν παῖδας, τέκνα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 328.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. παιδοποιός.
Étymologie: παῖς, σπείρω.

Greek Monolingual

παιδοσπόρος, -ον (ΑΜ)
αυτός που γεννά τέκνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω)].

Greek Monotonic

παιδοσπόρος: -ον (σπείρω), αυτός που σπέρνει παιδιά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

παιδοσπόρος: Arph. = παιδοποιός.