πάναισχρος: Difference between revisions
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάναισχρος:''' -ον, = [[παναισχής]]· υπερθ. <i>-[[αίσχιστος]]</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''πάναισχρος:''' -ον, = [[παναισχής]]· υπερθ. <i>-[[αίσχιστος]]</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάναισχρος:''' глубоко постыдный, позорнейший Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = παναίσχης, D.Chr.31.35, Ptol.Tetr.172: Sup., παναισχίστη τέρψις AP6.163 (Mel.). Adv. -ρως Plb.4.58.11, Tz.H. 6.44.
German (Pape)
[Seite 456] ganz häßlich, schändlich, B. A. 60; Sp.; superl., παναισχίστην τέρψιν, Mel. 115 (VI, 163).
Greek (Liddell-Scott)
πάναισχρος: -ον, ὁ πάνυ αἰσχρός, ὥστε πάναισχρον (τὸ πρᾶγμα) δοκεῖν ἐξεταζόμενον Δίων Χρυσ. 1. 584· ὑπερθετ. παναισχίστη τέρψις Ἀνθολ. Π. 6. 163. - Ἐπίρρ. -ρως, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πάνυ αἰσχρῶς, Πολύβ. 4. 58, 11, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 45.
Greek Monolingual
πάναισχρος, -ον (Α)
1. πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, πανάσχημος, παναίσχης
2. αισχρότατος, τελείως αναίσχυντος.
επίρρ...
παναίσχρως (ΑΜ)
αισχρότατα, αναίσχυντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰσχρός.
Greek Monotonic
πάναισχρος: -ον, = παναισχής· υπερθ. -αίσχιστος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πάναισχρος: глубоко постыдный, позорнейший Anth.