πανλώβητος: Difference between revisions
From LSJ
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πανλώβητος:''' -ο, φοβερά [[δύσμορφος]], [[αποκρουστικός]], σε Λουκ. | |lsmtext='''πανλώβητος:''' -ο, φοβερά [[δύσμορφος]], [[αποκρουστικός]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πανλώβητος:''' Luc. = [[παλλώβητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A grievously disfigured, hideous, Luc.Tox.24.
German (Pape)
[Seite 460] ganz, sehr entstellt, häßlich, μορμολυκεῖον, Luc. Tox. 24, besser παλλ.
Greek (Liddell-Scott)
πανλώβητος: oν, ὁ πάνυ λελωβημένος, πάνυ δύσμορφος, δυσειδέστατος, Λουκ. Τόξ. 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait défiguré, hideux.
Étymologie: πᾶν, λωβάω.
Greek Monolingual
και κατά διόρθ. παλλώβητος, -ον, Α
εξαιρετικά δύσμορφος, ασχημότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + λωβῶμαι «βλάπτω, καταστρέφω, ακρωτηριάζω»].
Greek Monotonic
πανλώβητος: -ο, φοβερά δύσμορφος, αποκρουστικός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πανλώβητος: Luc. = παλλώβητος.