παντοβίης: Difference between revisions
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παντοβίης:''' -ου, ὁ ([[βιάω]]), αυτός που καταβάλλει, νικά όλους τους άλλους, σε Ανθ. | |lsmtext='''παντοβίης:''' -ου, ὁ ([[βιάω]]), αυτός που καταβάλλει, νικά όλους τους άλλους, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παντοβίης:''' ου adj. m все одолевающий, всепобеждающий ([[Ἀχέρων]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ,
A all-overpowering, Ἀχέρων AP7.732 (Theodorid.).
German (Pape)
[Seite 463] ὁ, der Allesbewältiger, Ἀχέρων, Theodorid. 10 (VII, 732).
Greek (Liddell-Scott)
παντοβίης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς πάντας καταβάλλων, κατανικῶν, Ἀχέρων Ἀνθ. Π. 7. 732.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui dompte tout par la force.
Étymologie: πᾶν, βία.
Greek Monolingual
ό, Α
αυτός που καταβάλλει τους πάντες, που νικά τους πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -βίης (< βία), πρβλ. δεινο-βίης].
Greek Monotonic
παντοβίης: -ου, ὁ (βιάω), αυτός που καταβάλλει, νικά όλους τους άλλους, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
παντοβίης: ου adj. m все одолевающий, всепобеждающий (Ἀχέρων Anth.).