παράβακχος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
(nl) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρά-βακχος -ον als een bacchante, in extase. | |elnltext=παρά-βακχος -ον als een bacchante, in extase. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παράβακχος:''' одержимый как бы вакхическим неистовством Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A like a Bacchanal, theatrical, Plu.Dem.9; θειασμός Eun.VSp.499 B.
German (Pape)
[Seite 471] neben dem Bacchus, der bacchischen Wuth nahe, Plut. Dem. 9.
Greek (Liddell-Scott)
παράβακχος: -ον, ὅμοιος βακχεύοντι, θεατρικός, Πλουτ. Δημοσθ. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
transporté de fureur.
Étymologie: παρά, Βάκχος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
άτακτος
αρχ.
όμοιος με βακχεύοντα, βακχικός, θεατρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + βάκχος].
Greek Monotonic
παράβακχος: -ον, όμοιος με βακχιστή, θεατρικός, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρά-βακχος -ον als een bacchante, in extase.
Russian (Dvoretsky)
παράβακχος: одержимый как бы вакхическим неистовством Plut.