πανσαγία: Difference between revisions
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πανσᾰγία:''' ἡ ([[σάγη]]), = [[πανοπλία]], δοτ. <i>πανσαγίᾳ</i>, με πλήρη οπλισμό, εν πλήρει εξαρτύσει, σε Σοφ. | |lsmtext='''πανσᾰγία:''' ἡ ([[σάγη]]), = [[πανοπλία]], δοτ. <i>πανσαγίᾳ</i>, με πλήρη οπλισμό, εν πλήρει εξαρτύσει, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πανσᾰγία:''' ἡ полное вооружение Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A = πανοπλία, πανσαγίᾳ in full armour, S.Ant.107 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 462] ἡ, = πανοπλία, VLL.; – πανσαγίᾳ, in ganzer Rüstung, Soph. Ant. 107.
Greek (Liddell-Scott)
πανσᾰγία: ἡ, = πανοπλία, πανσαγίᾳ, ἐν πανοπλίᾳ, Σοφ. Ἀντ. 107.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
armure complète ou troupe entière d’homme armés.
Étymologie: πᾶν, σάγη.
Greek Monolingual
ἡ, Α
η πανοπλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σάγη / σαγή «φορτίο, οπλισμός» (< σάττω / σάσσω)].
Greek Monotonic
πανσᾰγία: ἡ (σάγη), = πανοπλία, δοτ. πανσαγίᾳ, με πλήρη οπλισμό, εν πλήρει εξαρτύσει, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πανσᾰγία: ἡ полное вооружение Soph.