παντόφυρτος: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παντόφυρτος:''' -ον ([[φύρω]]), [[ολότελα]] αναμεμειγμένος, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''παντόφυρτος:''' -ον ([[φύρω]]), [[ολότελα]] αναμεμειγμένος, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παντόφυρτος:''' смешивающий все вместе Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A mixed all to gether, A.Eu.554 (lyr.); cf. πάμφυρτος.
German (Pape)
[Seite 465] = πάμφυρτος, Aesch. Eum. 524.
Greek (Liddell-Scott)
παντόφυρτος: -ον, ὁ ὅλος μεμιγμένος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 554· πρβλ. πάμφυρτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mêlé de toutes sortes de choses, confus.
Étymologie: πᾶν, φύρω.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο εξ ολοκλήρου αναμεμιγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -φυρτος (< φύρω), πρβλ. αιμό-φυρτος].
Greek Monotonic
παντόφυρτος: -ον (φύρω), ολότελα αναμεμειγμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
παντόφυρτος: смешивающий все вместе Aesch.