πάνθοινος: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[οίνη]], -ον, θηλ. και -ος, Α<br />[[γεμάτος]] με [[κάθε]] είδους εδέσματα, [[πλουσιοπάροχος]] («πανθοίνοισι τραπέζαις», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θοίνη]] «[[συμπόσιο]], [[δείπνο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>θοινος</i>)].
|mltxt=-[[οίνη]], -ον, θηλ. και -ος, Α<br />[[γεμάτος]] με [[κάθε]] είδους εδέσματα, [[πλουσιοπάροχος]] («πανθοίνοισι τραπέζαις», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θοίνη]] «[[συμπόσιο]], [[δείπνο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>θοινος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''πάνθοινος:''' пышный, роскошный ([[δαίς]] Babr.).
}}
}}

Revision as of 01:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνθοινος Medium diacritics: πάνθοινος Low diacritics: πάνθοινος Capitals: ΠΑΝΘΟΙΝΟΣ
Transliteration A: pánthoinos Transliteration B: panthoinos Transliteration C: panthoinos Beta Code: pa/nqoinos

English (LSJ)

ον (and η, ον, v. infr.), (θοίνη)

   A feasting high or splendidly, δαῖτα πανθοίνην Babr.95.90; π. τράπεζα Opp.H.2.221; παν[θοίν]ην is dub. in Phld.Po.2.49.

German (Pape)

[Seite 460] vollkommen, stattlich schmausend, τράπεζαι = πανθοινία, Opp. Hal. 2, 221.

Greek (Liddell-Scott)

πάνθοινος: -ον, (θοίνη) πλήρης παντὸς εἴδους ἐδεσμάτων, π. δαὶς = πανθοινία, Βάβρ. παρὰ Σουΐδ. (ἔνθα πανθοίνην)· π. τράπεζα Ὀππ. Ἁλ. 2. 221.

Greek Monolingual

-οίνη, -ον, θηλ. και -ος, Α
γεμάτος με κάθε είδους εδέσματα, πλουσιοπάροχος («πανθοίνοισι τραπέζαις», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θοίνη «συμπόσιο, δείπνο» (πρβλ. εύ-θοινος)].

Russian (Dvoretsky)

πάνθοινος: пышный, роскошный (δαίς Babr.).