παρευρίσκω: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρευρίσκω:''' μέλ. <i>-ευρήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-εῦρον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ανακαλύπτω]], [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., ανακαλύπτομαι, αόρ. αʹ <i>παρευρέθην</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''παρευρίσκω:''' μέλ. <i>-ευρήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-εῦρον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ανακαλύπτω]], [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., ανακαλύπτομαι, αόρ. αʹ <i>παρευρέθην</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρευρίσκω:''' придумывать, выдумывать, измышлять (αἰτίας Her.).
}}
}}

Revision as of 01:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρευρίσκω Medium diacritics: παρευρίσκω Low diacritics: παρευρίσκω Capitals: ΠΑΡΕΥΡΙΣΚΩ
Transliteration A: pareurískō Transliteration B: pareuriskō Transliteration C: parevrisko Beta Code: pareuri/skw

English (LSJ)

   A discover besides, invent, Hdt.1.26, Str.16.2.25 (Pass.), Hermog.Inv.3.1 (Pass.) ; π. τι ἔς τινας Paus.9.5.3.    2 Pass., ἐς οὗ . . σφι ἄδικόν τι παρευρεθῇ be discovered in them, Hdt.3.31.    II fabricate, in Pass., ἀληθῆ καὶ μὴ παρευρημένα Philostr.Her.3.1, cf. 11.

German (Pape)

[Seite 519] (s. εὑρίσκω), daneben oder daran ausfindig machen oder erfinden, Her. 1, 26. 3, 31, Etwas an Einem entdecken, bemerken, τί τινι, auch τὶ εἴς τινα, Sp.; übh. erfinden, erdichten, im Ggstz zur wahren Erzählung.

Greek (Liddell-Scott)

παρευρίσκω: μέλλ. -ευρήσω: ἀόρ. -εῦρον: - ἀνακαλύπτω προσέτι, ἐφευρίσκω, Ἡρόδ. 1. 26, Στράβων 758· π. τι εἴς τινα Παυσ. 9. 5, 3. 2) Παθ., ἐς οὗ .. σφι ἄδικόν τι παρευρεθῇ, ἀνακαλυφθῇ ἐν αὐτοῖς, Ἡρόδ. 3. 31. ΙΙ. ἐπινοῶ διήγημα, κτλ.· μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φιλοστρ.

French (Bailly abrégé)

trouver en outre.
Étymologie: παρά, εὑρίσκω.

Greek Monotonic

παρευρίσκω: μέλ. -ευρήσω, αόρ. βʹ -εῦρον·
1. ανακαλύπτω, εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι, σε Ηρόδ.
2. Παθ., ανακαλύπτομαι, αόρ. αʹ παρευρέθην, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παρευρίσκω: придумывать, выдумывать, измышлять (αἰτίας Her.).