παράσπονδος: Difference between revisions
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παράσπονδος:''' -ον, αυτός που είναι ενάντια στις σπονδές, σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''παράσπονδος:''' -ον, αυτός που είναι ενάντια στις σπονδές, σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παράσπονδος:''' нарушающий или нарушивший договор, вероломный ([[ἐπιδρομή]] Thuc.): παράσπονδόν τινα ἔχειν Lys. считать кого-л. нарушителем договора. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (σπονδή)
A contrary to a compact or treaty, ἐπιδρομή Th.4.23 ; μηδὲν π. ποιεῖν, παθεῖν, X.HG2.4.30, Ages.3.5 ; π. τι προστάττειν Isoc.14.45 ; τοῦ θηριώδους καὶ π. βίου bound by no compacts, Athenio 1.4. Adv. -δως App.BC5.80. 2 of persons, breaker of treaties, forsworn, Lys. 12.74, J.AJ 10.8.2, Heraclit.Incred. 15.
German (Pape)
[Seite 499] das Bündniß, den Vertrag verletzend, bundbrüchig, treulos; ἐπιδρομή, Thuc. 4, 22; μηδὲν παράσπονδον ποιοῦντες, Xen. Hell. 2, 4, 29; παρασπόνδους τινὰς ἔχειν, Lys. 12, 74; καὶ παράνομος, Pol. 1, 70, 5; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παράσπονδος: -ον, (σπονδὴ) ὁ παρὰ τὰς γενομένας σπονδάς, ὁ παρὰ τὰς συνθήκας, Θουκ. 4. 23· μηδὲν παράσπονδον ποιεῖν ἢ παθεῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 30, Ἀγησ. 3. 5· π. τι προστάττειν Ἰσαῖ. 305B· τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου, τοῦ μηδεμίαν σπονδὴν τηροῦντος, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 4. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ παραβάτης συνθηκῶν, ἐπίορκος, Λυσ. 127. 4, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 10. 8. 2. - Ἐπίρρ., παρασπόνδως, παρὰ τὰς σπονδὰς, Bud.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
contraire à la foi d’un traité, déloyal.
Étymologie: παρά, σπονδή.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράσπονδος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, τις συνθήκες, που δεν τηρεί τις συμφωνίες
2. (για πρόσ.) ο παραβάτης συνθηκών και συμφωνιών, ο επίορκος
3. αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών συνθηκών.
επίρρ...
παρασπόνδως Α
κατά παράβαση τών σπονδών, τών συμφωνιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. ά-σπονδος].
Greek Monotonic
παράσπονδος: -ον, αυτός που είναι ενάντια στις σπονδές, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
παράσπονδος: нарушающий или нарушивший договор, вероломный (ἐπιδρομή Thuc.): παράσπονδόν τινα ἔχειν Lys. считать кого-л. нарушителем договора.