παρεπιδείκνυμαι: Difference between revisions

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
(5)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρεπιδείκνῡμαι:''' Μέσ., [[επιδεικνύω]] άκαιρα, [[θέτω]] σε [[κοινή]] [[θέα]] [[εκτός]] εποχής, κάνω [[επίδειξη]], σε Λουκ.
|lsmtext='''παρεπιδείκνῡμαι:''' Μέσ., [[επιδεικνύω]] άκαιρα, [[θέτω]] σε [[κοινή]] [[θέα]] [[εκτός]] εποχής, κάνω [[επίδειξη]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρεπιδείκνυμαι:''' некстати или хвастливо показывать, выставлять напоказ (ἐμπειρίαν γραμμάτων Plut.; δύναμιν λόγων Luc.).
}}
}}

Revision as of 01:48, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 517] (δείκνυμαι), zur unrechten Zeit oder aus Prahlerei vorzeigen, τί, mit Etwas prunken, δύναμιν λόγων ἀπειροκάλως, Luc. hist. conscr. 57; ἐμπειρίαν τινὰ γραμμάτων παρεπιδεικνύμενος Plut. de san. tuenda p. 389, u. öfter; Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεπιδείκνῠμαι: μέσ., ἐπιδεικνύω ἀκαίρως, κάμνω ἐπίδειξιν, Πλούτ. 2. 43D, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 57. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εὕρηται παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΕ΄, 10), ἐπιδεικνύω

French (Bailly abrégé)

montrer à contretemps ou avec ostentation.
Étymologie: παρά, ἐπιδείκνυμαι.

Greek Monotonic

παρεπιδείκνῡμαι: Μέσ., επιδεικνύω άκαιρα, θέτω σε κοινή θέα εκτός εποχής, κάνω επίδειξη, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

παρεπιδείκνυμαι: некстати или хвастливо показывать, выставлять напоказ (ἐμπειρίαν γραμμάτων Plut.; δύναμιν λόγων Luc.).