πεντώβολος: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(31) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] [[πέντε]] οβολών<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πεντώβολον</i><br />[[αντί]] ημερήσιας αμοιβής [[πέντε]] οβολών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κυλίκιον]] τοῡ πεντωβόλου» — [[κύλικας]] χωρητικότητας οίνου που αξίζει [[πέντε]] οβολούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντ</i>- (<b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ώβολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀβολός]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-<i>ώβολος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] [[πέντε]] οβολών<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πεντώβολον</i><br />[[αντί]] ημερήσιας αμοιβής [[πέντε]] οβολών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κυλίκιον]] τοῡ πεντωβόλου» — [[κύλικας]] χωρητικότητας οίνου που αξίζει [[πέντε]] οβολούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντ</i>- (<b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ώβολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀβολός]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-<i>ώβολος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεντώβολος:''' стоимостью в пять оболов: πεντώβολον ἡλιάσασθαι Arph. за пять оболов (в день) выполнять судейские обязанности. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (ὀβολός)
A of or worth five obols, π. ἡλιάσασθαι to sit in the Heliaea at five obols a day, Ar. Eq. 798 ; τόκος π. IG 11(2).146 B 17 (Delos, iv/iii B. C.) ; δραχμᾶν δύο πεντωβόλου ib.42(1).109 ii 123 (Epid.) ; κυλίκιον τοῦ πεντωβόλου a cup of five-obol wine, Lyc. Fr. 2.2.
German (Pape)
[Seite 559] von fünf Obolen, τὸ πεντώβολον, ein Fünfobolenstück; πεντώβολον ἡλιάσασθαι, Ar. Equ. 795, für fünf Obolen Richter sein; κυλίκιον τοῦ πεντωβόλου, vom Fünf-Obolen-Wein, Lycophr. bei Ath. X, 420 c.
Greek (Liddell-Scott)
πεντώβολος: -ον, (ὀβολὸς) ὁ ἐκ πέντε ὀβολῶν ἢ τοσαύτην ἔχων ἀξίαν, π. ἡλιάσασθαι, δικάσαι ἐν τῇ Ἡλιαίᾳ πρὸς πέντε ὀβολοὺς τῆς ἡμέρας ἑκάστης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 798, πρβλ. Ἐπιγραφ. ἐν Ραγκαβῇ Ant. Hell. 56, 57· ἀλλὰ κυλίκιον ὑδαρὲς ὁ παῖς περιῆγε τοῦ πεντωβόλου, ποτήριον οἴνου τῶν πέντε ὀβολῶν, Λυκόφρ. Χαλκιδεὺς παρ’ Ἀθην. 420Β.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει αξία πέντε οβολών
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πεντώβολον
αντί ημερήσιας αμοιβής πέντε οβολών
3. φρ. «κυλίκιον τοῡ πεντωβόλου» — κύλικας χωρητικότητας οίνου που αξίζει πέντε οβολούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + -ώβολος (< ὀβολός), πρβλ. τρι-ώβολος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Russian (Dvoretsky)
πεντώβολος: стоимостью в пять оболов: πεντώβολον ἡλιάσασθαι Arph. за пять оболов (в день) выполнять судейские обязанности.