πεπτηώς: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πεπτηώς:''' Επικ. αντί <i>-ηκώς</i>, μτχ. παρακ. από κοινού σε [[πτήσσω]] και [[πίπτω]]. | |lsmtext='''πεπτηώς:''' Επικ. αντί <i>-ηκώς</i>, μτχ. παρακ. από κοινού σε [[πτήσσω]] και [[πίπτω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεπτηώς:''' <b class="num">I</b> эп. part. pf. к [[πίπτω]].<br /><b class="num">II</b> эп. part. pf. к [[πτήσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. πτήσσω.
German (Pape)
[Seite 560] ep. part. perf. II. zu πίπτω od. πτήσσω.
Greek (Liddell-Scott)
πεπτηώς: ἴδε πτήσσω.
French (Bailly abrégé)
part. pf. épq. de πίπτω;
part. pf. poét. de πτήσσω.
English (Autenrieth)
see πτήσσω.
Greek Monotonic
πεπτηώς: Επικ. αντί -ηκώς, μτχ. παρακ. από κοινού σε πτήσσω και πίπτω.