περιθεωρέω: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιθεωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προχωρώ]] γύρω και [[παρατηρώ]], σε Λουκ. | |lsmtext='''περιθεωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προχωρώ]] γύρω και [[παρατηρώ]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιθεωρέω:''' обозревать, осматривать (ἅπαντας Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A go round and observe, Luc.Herm.44; survey, consider thoroughly, Diog.Oen.24.
German (Pape)
[Seite 577] rings herumgehen und genau betrachten, Luc. Herm. 44.
Greek (Liddell-Scott)
περιθεωρέω: περιέρχομαι καὶ θεωρῶ, Λουκ. Ἑρμότ. 44.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
regarder tout autour, de tous côtés.
Étymologie: περί, θεωρέω.
Greek Monotonic
περιθεωρέω: μέλ. -ήσω, προχωρώ γύρω και παρατηρώ, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
περιθεωρέω: обозревать, осматривать (ἅπαντας Luc.).