περιπόλαρχος: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(nl)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περιπόλαρχος -ου, ὁ [περίπολος, ἄρχω] patrouillecommandant.
|elnltext=περιπόλαρχος -ου, ὁ [περίπολος, ἄρχω] patrouillecommandant.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπόλαρχος:''' или [[περιπολάρχης]], ου ὁ начальник стражи Thuc.
}}
}}

Revision as of 02:04, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 588] ὁ, = Vorigem, Thuc. 8, 92.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef de patrouille.
Étymologie: περίπολος, ἄρχω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
περιπολάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + -αρχος (< ἄρχω)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπόλαρχος -ου, ὁ [περίπολος, ἄρχω] patrouillecommandant.

Russian (Dvoretsky)

περιπόλαρχος: или περιπολάρχης, ου ὁ начальник стражи Thuc.