περίτομος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περίτομος:''' -ον ([[περιτέμνω]]), αποσπασμένος, [[απότομος]], [[απόκρημνος]], Λατ. [[abruptus]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''περίτομος:''' -ον ([[περιτέμνω]]), αποσπασμένος, [[απότομος]], [[απόκρημνος]], Λατ. [[abruptus]], σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίτομος:''' срезанный отовсюду, т. е. со всех сторон обрывистый, крутой ([[ὄρος]] Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A cut off all round, abrupt, steep, ὄρος Plb.1.56.4 ; λόφος D.H.5.19 ; περίτομα steep places, Inscr.Prien.363.28 (iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 597] ringsum abgeschnitten, steil, praeruptus, abruptus; ὄρος, Pol. 1, 56, 4; Qu. Sm. 5, 19.
Greek (Liddell-Scott)
περίτομος: -ον, ἀπότομος πανταχόθεν, ἀπόκρημνος, Λατ. praepuptus, abruptus, ὄρος Πολύβ. 1. 56, 4· λόφος Διον. Ἁλ. 5. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
coupé tout autour, escarpé de tous les côtés.
Étymologie: περιτέμνω.
Greek Monolingual
-ον, Α περιτέμνω
1. αποκομμένος από παντού, απότομος σε ὁλα τα μέρη («ὄρος περίτομον», Πολ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίτομα
απόκρημνες θέσεις.
Greek Monotonic
περίτομος: -ον (περιτέμνω), αποσπασμένος, απότομος, απόκρημνος, Λατ. abruptus, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
περίτομος: срезанный отовсюду, т. е. со всех сторон обрывистый, крутой (ὄρος Polyb.).