περιναιέτης: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιναιέτης:''' -ου, ὁ ([[ναίω]]), [[ένας]] από αυτούς που διαμένουν [[τριγύρω]], [[γείτονας]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''περιναιέτης:''' -ου, ὁ ([[ναίω]]), [[ένας]] από αυτούς που διαμένουν [[τριγύρω]], [[γείτονας]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιναιέτης:''' ου ὁ окрестный житель, сосед Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:09, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one of those who dwell round, neighbour, Il.24.488, A.R.4.470.
German (Pape)
[Seite 583] ὁ, der Herumwohnende; κεῖνον περιναιέται ἀμφὶς ἐόντες τείρουσι, Il. 24, 488; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 470.
Greek (Liddell-Scott)
περιναιέτης: -ου, ὁ, περίοικος, γείτων, Ἰλ. Ω. 488, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 470· πρβλ. περικτίονες. - Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui habite alentour.
Étymologie: περί, ναίω¹.
English (Autenrieth)
neighbor, pl., Il. 24.488†.
Greek Monolingual
ὁ, Α περιναιετώ
περίοικος, γείτονας.
Greek Monotonic
περιναιέτης: -ου, ὁ (ναίω), ένας από αυτούς που διαμένουν τριγύρω, γείτονας, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
περιναιέτης: ου ὁ окрестный житель, сосед Hom.