πιθηκώδης: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(32) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες, Α [[πίθηκος]]<br />[[πιθηκοειδής]], ὁμοιος με πίθηκο. | |mltxt=-ες, Α [[πίθηκος]]<br />[[πιθηκοειδής]], ὁμοιος με πίθηκο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῐθηκώδης:''' Arst. = [[πιθηκοειδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A = πιθηκοειδής, Arist.Phgn.812a9, Ael.NA12.27.
German (Pape)
[Seite 614] ες, = πιθηκοειδής; Arist. physiogn. 6; Ael.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθηκώδης: -ες, = πιθηκοειδής, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 31, Αἰλ. π. Ζ. 12. 27.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui ressemble au singe.
Étymologie: πίθηκος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες, Α πίθηκος
πιθηκοειδής, ὁμοιος με πίθηκο.
Russian (Dvoretsky)
πῐθηκώδης: Arst. = πιθηκοειδής.