πίπα: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(32) |
(3b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> μικρό [[κύπελλο]] από πυρίμαχο υλικό, όπως πηλό ή άλλα ορυκτά υλικά, ή από ειδικές ποιότητες ξύλου, συνδεδεμένο στο [[άκρο]] σωληνωτού στελέχους που καταλήγει σε [[επιστόμιο]] και το οποίο γεμίζεται με καπνό που ανάβεται και εισπνέεται μέσω του επιστομίου, η καπνοσύρριγα, το [[τσιμπούκι]]<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[σωλήνας]] στην [[άκρη]] του οποίου ο [[καπνιστής]] τοποθετεί το [[τσιγάρο]] ενώ από την [[άλλη]] εισπνέει τον καπνό που παράγεται από την [[καύση]]<br /><b>3.</b> <b>μετρολ.</b> πορτογαλική [[μονάδα]] χωρητικότητας ισοδύναμη με 500 [[λίτρα]]<br /><b>4.</b> μεγάλο [[βαρέλι]] όπου αποθηκεύεται [[κρασί]] ή [[άλλο]] [[υγρό]]<br /><b>5.</b> στοματική [[συνουσία]], [[πεολειξία]], αλλ. [[τσιμπούκι]]<br />β. <b>στον πληθ.</b> <i>οι πίπες</i><br /><b>μτφ.</b> αερολογίες, φλυαρίες, κενολογίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>pipa</i> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο αρχ. λατ. <i>pipa</i>, υποχωρητ. σχηματ. <span style="color: red;"><</span> ρ. <i>pipo</i> «πιπ(ιλ)ίζω» (<b>πρβλ.</b> <i>πιπ</i>[[π]]<i>ίζω</i>, [[πιπώ]], [[πίπος]])].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υδρόβιων φρύνων της Νότιας Αμερικής που ανήκουν στην [[οικογένεια]] pipidae και τών οποίων τα αβγά επωάζονται στη [[ράχη]] του θηλυκού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ολλανδ. <i>pipa</i>.].———————— <b>(III)</b><br />ἡ, Α<br />(δ. γρφ.) [[πιπώ]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> μικρό [[κύπελλο]] από πυρίμαχο υλικό, όπως πηλό ή άλλα ορυκτά υλικά, ή από ειδικές ποιότητες ξύλου, συνδεδεμένο στο [[άκρο]] σωληνωτού στελέχους που καταλήγει σε [[επιστόμιο]] και το οποίο γεμίζεται με καπνό που ανάβεται και εισπνέεται μέσω του επιστομίου, η καπνοσύρριγα, το [[τσιμπούκι]]<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[σωλήνας]] στην [[άκρη]] του οποίου ο [[καπνιστής]] τοποθετεί το [[τσιγάρο]] ενώ από την [[άλλη]] εισπνέει τον καπνό που παράγεται από την [[καύση]]<br /><b>3.</b> <b>μετρολ.</b> πορτογαλική [[μονάδα]] χωρητικότητας ισοδύναμη με 500 [[λίτρα]]<br /><b>4.</b> μεγάλο [[βαρέλι]] όπου αποθηκεύεται [[κρασί]] ή [[άλλο]] [[υγρό]]<br /><b>5.</b> στοματική [[συνουσία]], [[πεολειξία]], αλλ. [[τσιμπούκι]]<br />β. <b>στον πληθ.</b> <i>οι πίπες</i><br /><b>μτφ.</b> αερολογίες, φλυαρίες, κενολογίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>pipa</i> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο αρχ. λατ. <i>pipa</i>, υποχωρητ. σχηματ. <span style="color: red;"><</span> ρ. <i>pipo</i> «πιπ(ιλ)ίζω» (<b>πρβλ.</b> <i>πιπ</i>[[π]]<i>ίζω</i>, [[πιπώ]], [[πίπος]])].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υδρόβιων φρύνων της Νότιας Αμερικής που ανήκουν στην [[οικογένεια]] pipidae και τών οποίων τα αβγά επωάζονται στη [[ράχη]] του θηλυκού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ολλανδ. <i>pipa</i>.].———————— <b>(III)</b><br />ἡ, Α<br />(δ. γρφ.) [[πιπώ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πίπα:''' ἡ Arst. v. l. = [[πίπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 1 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
πίπα: ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ πιπὼ ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 7.
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
1. μικρό κύπελλο από πυρίμαχο υλικό, όπως πηλό ή άλλα ορυκτά υλικά, ή από ειδικές ποιότητες ξύλου, συνδεδεμένο στο άκρο σωληνωτού στελέχους που καταλήγει σε επιστόμιο και το οποίο γεμίζεται με καπνό που ανάβεται και εισπνέεται μέσω του επιστομίου, η καπνοσύρριγα, το τσιμπούκι
2. μικρός σωλήνας στην άκρη του οποίου ο καπνιστής τοποθετεί το τσιγάρο ενώ από την άλλη εισπνέει τον καπνό που παράγεται από την καύση
3. μετρολ. πορτογαλική μονάδα χωρητικότητας ισοδύναμη με 500 λίτρα
4. μεγάλο βαρέλι όπου αποθηκεύεται κρασί ή άλλο υγρό
5. στοματική συνουσία, πεολειξία, αλλ. τσιμπούκι
β. στον πληθ. οι πίπες
μτφ. αερολογίες, φλυαρίες, κενολογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pipa < αμάρτυρο αρχ. λατ. pipa, υποχωρητ. σχηματ. < ρ. pipo «πιπ(ιλ)ίζω» (πρβλ. πιππίζω, πιπώ, πίπος)].———————— (II)
η, Ν
ζωολ. γένος υδρόβιων φρύνων της Νότιας Αμερικής που ανήκουν στην οικογένεια pipidae και τών οποίων τα αβγά επωάζονται στη ράχη του θηλυκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολλανδ. pipa.].———————— (III)
ἡ, Α
(δ. γρφ.) πιπώ.
Russian (Dvoretsky)
πίπα: ἡ Arst. v. l. = πίπος.