πλοκαμίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
(6)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλοκᾰμίς:''' -ῖδος, ἡ, = [[πλόκαμος]], [[βόστρυχος]] ή [[πλεξίδα]] μαλλιών, λέγεται για τις γυναίκες, σε Βίωνα· στον ενικ., μαλλιά σγουρά, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''πλοκᾰμίς:''' -ῖδος, ἡ, = [[πλόκαμος]], [[βόστρυχος]] ή [[πλεξίδα]] μαλλιών, λέγεται για τις γυναίκες, σε Βίωνα· στον ενικ., μαλλιά σγουρά, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλοκᾰμίς:''' ῖδος ἡ кудри, локоны Theocr., Anth.
}}
}}

Revision as of 02:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλοκᾰμίς Medium diacritics: πλοκαμίς Low diacritics: πλοκαμίς Capitals: ΠΛΟΚΑΜΙΣ
Transliteration A: plokamís Transliteration B: plokamis Transliteration C: plokamis Beta Code: plokami/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ, poet. for sq.,

   A lock or braid of hair, Euph.140, Bion 1.20, Nonn.D.4.133, 5.385: collectively in sg., braided hair, τοῦ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Theoc.13.7.    II = πλεκτάνη 11, in pl., Opp.H.2.125, C.3.179.

Greek (Liddell-Scott)

πλοκᾰμίς: -ῖδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ πλόκαμος, πλεξίδα μαλλίων, κατὰ τὸ πλεῖστον γυναικείας κόμης, ἐν τῷ πληθ., Βίων 1. 20, Εὐφορίων 52, κατὰ τὸν Σχολ. «τοῦ φέροντος πλόκαμον, τοῦ ἔχοντος τὰς τρίχας πεπλεγμένας», περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, «σγουρὰ μαλλ~ιά», κόμη οὔλη, τῶ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Θεόκρ. 13. 7. ― Κατὰ τὸν Φώτ. (σ. 434, 22): «πλοκαμίς, ὁ οὖλος βόστρυχος... καὶ τῶν τριχῶν ἡ ἐμπλοκή».

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
1 boucle de cheveux ; au sg. coll. chevelure bouclée;
2 crinière d’animal.
Étymologie: πλόκαμος.

Greek Monotonic

πλοκᾰμίς: -ῖδος, ἡ, = πλόκαμος, βόστρυχος ή πλεξίδα μαλλιών, λέγεται για τις γυναίκες, σε Βίωνα· στον ενικ., μαλλιά σγουρά, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πλοκᾰμίς: ῖδος ἡ кудри, локоны Theocr., Anth.