πίσυγγος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πίσσυγγος]], ὁ, Α<br />[[υποδηματοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης].
|mltxt=και [[πίσσυγγος]], ὁ, Α<br />[[υποδηματοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης].
}}
{{elru
|elrutext='''πίσυγγος:''' (ῑ) ὁ башмачник, сапожник [[Sappho]].
}}
}}

Revision as of 02:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίσυγγος Medium diacritics: πίσυγγος Low diacritics: πίσυγγος Capitals: ΠΙΣΥΓΓΟΣ
Transliteration A: písyngos Transliteration B: pisyngos Transliteration C: pisyggos Beta Code: pi/suggos

English (LSJ)

[ῑ], ὁ,

   A = πίσσυγγος (q.v.), shoemaker, Sapph.98 (v.l. πίσσυγοι), Alex.Aet.5.7, Herod.7.39 (prob.), Com.Adesp.330:— hence πῑσύγγιον, τό, his shop, ibid., Hdn.Gr.2.567. (Perh. cf. πεττύκια, πέσσυμπτον.)

German (Pape)

[Seite 621] ὁ, der Schuster, wird richtiger, von πίσσα abgeleitet, πίσσυγγος geschrieben; Alex. Aet. bei Ath. XV, 699 c; Sapph. frg. 38; Poll. 7, 82 erkl. οἱ τὰ ὑποδήματα ῥάπτοντες, aus comic.

Greek (Liddell-Scott)

πίσυγγος: ὁ, σκυτοτόμος, ὑποδηματοποιός, Σαπφὼ 99, Ἀλέξανδρ. ὁ Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 699C, Κωμικ. Ἀνώμ. 324· ― πῑσύγγιον, τό, τὸ ἐργαστήριον πισύγγου, αὐτόθι. [ῑ, ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν τῷ Ἀντιγράφῳ τοῦ Ἀθην. φέρεται διὰ σσ.].

Greek Monolingual

και πίσσυγγος, ὁ, Α
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης].

Russian (Dvoretsky)

πίσυγγος: (ῑ) ὁ башмачник, сапожник Sappho.