πλατύπους: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
(32) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν / [[πλατύπους]], -ουν και, -οος, -οον, ΝΑ, και πλατύποδος, -η, -ο και πλατύποδας, -η, -ο, Ν<br />(ως επίθ. και ουσ.) αυτός που έχει πλατιά πόδια, [[πλατυπόδαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που πάσχει από [[πλατυποδία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πλατύπους]]<br />[[ονομασία]] του μοναδικού είδους Ornithorhynchus anatinus, πρωτόγονου ωοτόκου θηλαστικού που ανήκει στην [[οικογένεια]] ornithorhynchidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>πρβλ.</b> [[ταχύ]]-[[πους]])]. | |mltxt=-ουν / [[πλατύπους]], -ουν και, -οος, -οον, ΝΑ, και πλατύποδος, -η, -ο και πλατύποδας, -η, -ο, Ν<br />(ως επίθ. και ουσ.) αυτός που έχει πλατιά πόδια, [[πλατυπόδαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που πάσχει από [[πλατυποδία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πλατύπους]]<br />[[ονομασία]] του μοναδικού είδους Ornithorhynchus anatinus, πρωτόγονου ωοτόκου θηλαστικού που ανήκει στην [[οικογένεια]] ornithorhynchidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>πρβλ.</b> [[ταχύ]]-[[πους]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλᾰτύπους:''' 2, gen. ποδος (ῠ) с плоской ступней Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A flat-footed, D.L.1.81.
German (Pape)
[Seite 627] breitfüßig, D. L. 1, 81.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων πλατεῖς πόδας, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 1. 81.
Greek Monolingual
-ουν / πλατύπους, -ουν και, -οος, -οον, ΝΑ, και πλατύποδος, -η, -ο και πλατύποδας, -η, -ο, Ν
(ως επίθ. και ουσ.) αυτός που έχει πλατιά πόδια, πλατυπόδαρος
νεοελλ.
1. ως ουσ. αυτός που πάσχει από πλατυποδία
2. το αρσ. ως ουσ. ο πλατύπους
ονομασία του μοναδικού είδους Ornithorhynchus anatinus, πρωτόγονου ωοτόκου θηλαστικού που ανήκει στην οικογένεια ornithorhynchidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πούς (πρβλ. ταχύ-πους)].
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτύπους: 2, gen. ποδος (ῠ) с плоской ступней Diog. L.