πνοά: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(33)
(3b)
Line 5: Line 5:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[πνοή]].
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[πνοή]].
}}
{{elru
|elrutext='''πνοά:''' ἡ дор. = [[πνοή]].
}}
}}

Revision as of 02:24, 1 January 2019

English (Slater)

πνοά, πνοιά (πνοά, -αί, -αῖς(ιν), -άς: πνοιαῖς.)
   a breath ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς (sc. Μετώπα) (O. 6.83) καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (Er. Schmid: ἀμπνοὰς, ἀναπνοὰς codd.) (N. 10.74)
   b wind, gust of wind ἴδε καὶ κείναν χθόνα πνοιαῖς ὄπιθεν Βορέα ψυχροῦ (O. 3.31) ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων (P. 3.104) μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (Bergk: καταπνοὰ codd.) (P. 5.121) Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.
   c sound of wind-instruments πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (ἐμπνοαῖς v. l.: ἐμπνοαῖσιν Turyn) (N. 3.79)

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. πνοή.

Russian (Dvoretsky)

πνοά: ἡ дор. = πνοή.