πλευστέον: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(6)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλευστέον:''' ρημ. επίθ. από το [[πλέω]], πρέπει να πλεύσουμε, σε Δημ.
|lsmtext='''πλευστέον:''' ρημ. επίθ. από το [[πλέω]], πρέπει να πλεύσουμε, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλευστέον:''' adj. verb. к [[πλέω]] I.
}}
}}

Revision as of 02:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλευστέον Medium diacritics: πλευστέον Low diacritics: πλευστέον Capitals: ΠΛΕΥΣΤΕΟΝ
Transliteration A: pleustéon Transliteration B: pleusteon Transliteration C: plefsteon Beta Code: pleuste/on

English (LSJ)

or πλευστέα, (πλέω)

   A one must sail, πλευστέα Ar.Lys.411; πλευστέον . . αὐτοῖς ἐμβᾶσι D.4.16, cf. Them.Or.27.337c.

Greek (Liddell-Scott)

πλευστέον: ἢ έα, ῥηματ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ πλέω, δεῖ πλεῖν, πρέπει τις νὰ πλεύσῃ, πλευστέα Ἀριστοφ. Λυσ. 411· πλευστέον... αὐτοῖς ἐμβᾶσι Δημ. 44. 19.

Greek Monotonic

πλευστέον: ρημ. επίθ. από το πλέω, πρέπει να πλεύσουμε, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

πλευστέον: adj. verb. к πλέω I.