πιθηκοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πῐθηκοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά πίθηκο, σε Λουκ. | |lsmtext='''πῐθηκοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά πίθηκο, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῐθηκοφόρος:''' досл. несущий обезьяну, перен. с признаками обезьяны Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A branded with the mark of an ape, Luc.Pisc.47.
German (Pape)
[Seite 614] affentragend, Luc. Pisc. 47.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθηκοφόρος: -ον, ὁ φέρων πίθηκον, Λουκ. Ἀλ. 47.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
avec une figure de singe ou affublé d’une peau de singe.
Étymologie: πίθηκος, φέρω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φέρει χαραγμένο το σήμα πιθήκου («ὄψει τοὺς πολλοὺς αὐτῶν ἀλωπεκίας ἤ πιθηκοφόρους», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + -φόρος (< φέρω)].
Greek Monotonic
πῐθηκοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά πίθηκο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πῐθηκοφόρος: досл. несущий обезьяну, перен. с признаками обезьяны Luc.