πλόκιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(33)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ον, Α [[πλόκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, [[στριφτός]]<br /><b>2.</b> (στους <b>Ορφ.</b> Ύμν.) [[προσωνυμία]] της φύσης.
|mltxt=-α, -ον, Α [[πλόκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, [[στριφτός]]<br /><b>2.</b> (στους <b>Ορφ.</b> Ύμν.) [[προσωνυμία]] της φύσης.
}}
{{elru
|elrutext='''πλόκιος:''' хитросплетенный, запутанный (μῦθοι Hom. - v. l. [[κλόπιος]]).
}}
}}

Revision as of 02:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλόκιος Medium diacritics: πλόκιος Low diacritics: πλόκιος Capitals: ΠΛΟΚΙΟΣ
Transliteration A: plókios Transliteration B: plokios Transliteration C: plokios Beta Code: plo/kios

English (LSJ)

α, ον,

   A twined, v.l. for κλόπιος, Od.13.295; πλοκίη, epith. of φύσις, Orph.H.10.11 (prob.).

German (Pape)

[Seite 637] geflochten, verflochten, verwickelt, alte v. l. für κλόπιος, Od. 13, 295, welche die VLL. πεπλεγμένοι, σκολιοί erklären.

Greek (Liddell-Scott)

πλόκιος: -α, -ον, (πλέκω) πεπλεγμένος, συνεστραμμένος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κλόπιος, Ὀδ. Ν. 295.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
entrelacé.
Étymologie: πλόκος.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α πλόκος
1. αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, στριφτός
2. (στους Ορφ. Ύμν.) προσωνυμία της φύσης.

Russian (Dvoretsky)

πλόκιος: хитросплетенный, запутанный (μῦθοι Hom. - v. l. κλόπιος).